The European Court of Human Rights has ruled against the use of crucifixes in classrooms in Italy.
It said the practice violated the right of parents to educate their children as they saw fit, and ran counter to the child's right to freedom of religion.
The case was brought by an Italian mother, Soile Lautsi, who wants to give her children a secular education.
The Vatican said it was shocked by the ruling, calling it "wrong and myopic" to exclude the crucifix from education.
The ruling has sparked anger in the largely Catholic country, with one politician calling the move "shameful".
The Strasbourg court found that: "The compulsory display of a symbol of a given confession in premises used by the public authorities... restricted the right of parents to educate their children in conformity with their convictions."
It also restricted the "right of children to believe or not to believe", the seven judges ruling on the case said in a statement quoted by AFP news agency.
European identity
Mrs Lautsi complained to the European court that her children had to attend a public school in northern Italy that had crucifixes in every room.
She was awarded 5,000 euros ($7,400; £4,500) in damages.
Vatican spokesman the Rev Federico Lombardi said the European court had no right intervening in such a profoundly Italian matter, the Associated Press reported.
"It seems as if the court wanted to ignore the role of Christianity in forming Europe's identity, which was and remains essential."
He told Italian TV: "The crucifix has always been a sign of God's love, unity and hospitality to all humanity.
"It is unpleasant that it is considered a sign of division, exclusion or a restriction of freedom."
'Italian tradition'
Many politicians in Italy have reacted angrily.
Education Minister Mariastella Gelmini said the crucifix was a "symbol of our tradition", and not a mark of Catholicism.
One government minister called the ruling "shameful", while another said that Europe was forgetting its Christian heritage.
The government says it will appeal against the decision.
The BBC's Duncan Kennedy in Rome says that it is customary in Italy to see crucifixes in public buildings, including schools, despite the constitution saying that there should be a separation of church and state.
The law requiring crucifixes to be hung in schools dates back to the 1920s.
Although a revised accord between the Vatican and the Italian government ended Catholicism's position as the state religion in 1984, the crucifix law has never been repealed.
Some conservatives have already complained about schools dropping nativity plays to avoid upsetting Muslim children.
BBC News, 3 November 2009
6 Νοεμβρίου 2009
28 Οκτωβρίου 2009
Μάθημα Θρησκευτικών: Γιατί η εκπαίδευση δεν πρέπει να θρησκεύεται;
Πλατφόρμα Ε/κ και Τ/κ Εκπαιδευτικών “Ενωμένη Κύπρος”
[ε/κ τμήμα]
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Πρέπει να αρχίσουμε να συζητούμε και στην Κύπρο το αυτονόητο: τι σημαίνει η έννοια κοσμική εκπαίδευση, δηλαδή η ουδετερότητα του θεσμού απέναντι σε όλες ανεξαιρέτως τις θρησκείες. Πρέπει επίσης να αρχίσουμε να συζητούμε και να κατανοούμε ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι απολύτως σεβαστές αλλά αποτελούν αυστηρά προσωπικά δεδομένα που ανήκουν στην ιδιωτική σφαίρα. Η Κύπρος μαζί με την Ελλάδα και την Ιρλανδία παραμένουν από τις τελευταίες χώρες της Ε.Ε που δεν έχουν ουσιαστικά αναπτύξει ένα σοβαρό κοινωνικό διάλογο σε σχέση με το μάθημα των θρησκευτικών και τη διαπραγμάτευση της θρησκευτικής ετερότητας.
Με την υφιστάμενη πρακτική οι αλλόθρησκοι μαθητές/τριες παίρνουν εύκολα απαλλαγή. Οι ομόθρησκες οικογένειες δυσκολεύονται ή δεν παίρνουν απαλλαγή. Υπάρχουν συγκεκριμένες καταγγελίες στην Επίτροπο Διοικήσεως και στην Επίτροπο για τα Δικαιώματα του Παιδιού που περιμένουν απόφαση. Ο «σεβασμός» ωστόσο δια του αποκλεισμού ή δια της απαλλαγής δεν αποτελεί ακριβώς σεβασμό της ταυτότητας. Όχι μόνο δεν υφίσταται σχέση ισοτιμίας και ενιαία μεταχείριση μεταξύ των ταυτοτήτων στο ελληνοκυπριακό σχολείο αλλά αντίθετα η θρησκευτική ετερότητα απαξιώνεται. Η κουλτούρα των «διαφορετικών» τοποθετείται εκτός της σχολικής γνώσης και εκτός των πρακτικών του σχολείου. Επιπρόσθετα, η δημόσια εκπαίδευση δεν μπορεί να παρεμβαίνει και μάλιστα με μοντέλα κατηχητικού/ομολογιακού τύπου στη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών/τριών.
Η πρακτική που ακολουθείται σήμερα κρατά την Κυπριακή Δημοκρατία μακριά από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις σε ένα σοβαρό τομέα αυτόν του πλουραλισμού και του σεβασμού της διαφοράς. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες μας, όπως και όλες οι κοινωνίες, δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, πολιτισμικά και θρησκευτικά ομοιογενείς. Τα τελευταία χρόνια το δεδομένο αυτό έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται από τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη. Το μονολιθικό κατηχητικό μοντέλο της θρησκευτικής εκπαίδευσης αρχίζει να εξελίσσεται αλλού εντονότερα και αλλού πιο διστακτικά σε ένα πολυδογματικό/πολυθρησκευτικό μοντέλο (Αγγλία, Σουηδία, Φινλανδία, Ολλανδία, Δανία, Αυστρία). Στην Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία το μάθημα των θρησκευτικών είναι προαιρετικό. Άλλες χώρες όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο προσφέρουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ ενός μαθήματος θρησκευτικών το οποίο έχει κατηχητικό χαρακτήρα και ενός μαθήματος ηθικής φιλοσοφίας. Η πολιτική της εναλλακτικότητας αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τη διαδικασία εκκοσμίκευσης της εκπαίδευσης γιατί δε θεωρεί τη θρησκευτικότητα ως αναγκαίο συστατικό στοιχείο της ηθικής διαπαιδαγώγησης του ατόμου. Η Γαλλία είναι το μόνο ευρωπαϊκό κράτος που εκφράζει με τον πιο αποφασιστικό τρόπο την αρχή «πως το κράτος δεν πρέπει να θρησκεύεται». Συνεπές προς την αρχή αυτή το γαλλικό σχολείο, ως ένα κρατικό ίδρυμα, θέτει το ζήτημα της θρησκευτικής παιδείας εκτός των στόχων της δημόσιας κρατικής εκπαίδευσης.
Εν κατακλείδι, ο δογματικός χαρακτήρας της θρησκείας και η διεκδίκηση της απόλυτης αλήθειας συγκρούονται με τις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις που επιδιώκουν τη διερεύνηση, το πείραμα, την τεκμηρίωση, το διάλογο και την κριτική αντιπαράθεση. Το δημόσιο σχολείο οφείλει προωθήσει όσο πιο δυναμικά γίνεται: 1) την κριτική και δημιουργική σκέψη 2) την ισότιμη αναγνώριση της θρησκευτικής ετερότητας ή την απουσία θρησκευτικότητας. Επιτέλους πρέπει να αποφασίσουμε: τι υποκείμενα θέλουμε να παράγει το εκπαιδευτικό σύστημα: πιστούς ή πολίτες;
[ε/κ τμήμα]
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Πρέπει να αρχίσουμε να συζητούμε και στην Κύπρο το αυτονόητο: τι σημαίνει η έννοια κοσμική εκπαίδευση, δηλαδή η ουδετερότητα του θεσμού απέναντι σε όλες ανεξαιρέτως τις θρησκείες. Πρέπει επίσης να αρχίσουμε να συζητούμε και να κατανοούμε ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι απολύτως σεβαστές αλλά αποτελούν αυστηρά προσωπικά δεδομένα που ανήκουν στην ιδιωτική σφαίρα. Η Κύπρος μαζί με την Ελλάδα και την Ιρλανδία παραμένουν από τις τελευταίες χώρες της Ε.Ε που δεν έχουν ουσιαστικά αναπτύξει ένα σοβαρό κοινωνικό διάλογο σε σχέση με το μάθημα των θρησκευτικών και τη διαπραγμάτευση της θρησκευτικής ετερότητας.
Με την υφιστάμενη πρακτική οι αλλόθρησκοι μαθητές/τριες παίρνουν εύκολα απαλλαγή. Οι ομόθρησκες οικογένειες δυσκολεύονται ή δεν παίρνουν απαλλαγή. Υπάρχουν συγκεκριμένες καταγγελίες στην Επίτροπο Διοικήσεως και στην Επίτροπο για τα Δικαιώματα του Παιδιού που περιμένουν απόφαση. Ο «σεβασμός» ωστόσο δια του αποκλεισμού ή δια της απαλλαγής δεν αποτελεί ακριβώς σεβασμό της ταυτότητας. Όχι μόνο δεν υφίσταται σχέση ισοτιμίας και ενιαία μεταχείριση μεταξύ των ταυτοτήτων στο ελληνοκυπριακό σχολείο αλλά αντίθετα η θρησκευτική ετερότητα απαξιώνεται. Η κουλτούρα των «διαφορετικών» τοποθετείται εκτός της σχολικής γνώσης και εκτός των πρακτικών του σχολείου. Επιπρόσθετα, η δημόσια εκπαίδευση δεν μπορεί να παρεμβαίνει και μάλιστα με μοντέλα κατηχητικού/ομολογιακού τύπου στη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών/τριών.
Η πρακτική που ακολουθείται σήμερα κρατά την Κυπριακή Δημοκρατία μακριά από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις σε ένα σοβαρό τομέα αυτόν του πλουραλισμού και του σεβασμού της διαφοράς. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες μας, όπως και όλες οι κοινωνίες, δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, πολιτισμικά και θρησκευτικά ομοιογενείς. Τα τελευταία χρόνια το δεδομένο αυτό έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται από τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη. Το μονολιθικό κατηχητικό μοντέλο της θρησκευτικής εκπαίδευσης αρχίζει να εξελίσσεται αλλού εντονότερα και αλλού πιο διστακτικά σε ένα πολυδογματικό/πολυθρησκευτικό μοντέλο (Αγγλία, Σουηδία, Φινλανδία, Ολλανδία, Δανία, Αυστρία). Στην Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία το μάθημα των θρησκευτικών είναι προαιρετικό. Άλλες χώρες όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο προσφέρουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ ενός μαθήματος θρησκευτικών το οποίο έχει κατηχητικό χαρακτήρα και ενός μαθήματος ηθικής φιλοσοφίας. Η πολιτική της εναλλακτικότητας αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τη διαδικασία εκκοσμίκευσης της εκπαίδευσης γιατί δε θεωρεί τη θρησκευτικότητα ως αναγκαίο συστατικό στοιχείο της ηθικής διαπαιδαγώγησης του ατόμου. Η Γαλλία είναι το μόνο ευρωπαϊκό κράτος που εκφράζει με τον πιο αποφασιστικό τρόπο την αρχή «πως το κράτος δεν πρέπει να θρησκεύεται». Συνεπές προς την αρχή αυτή το γαλλικό σχολείο, ως ένα κρατικό ίδρυμα, θέτει το ζήτημα της θρησκευτικής παιδείας εκτός των στόχων της δημόσιας κρατικής εκπαίδευσης.
Εν κατακλείδι, ο δογματικός χαρακτήρας της θρησκείας και η διεκδίκηση της απόλυτης αλήθειας συγκρούονται με τις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις που επιδιώκουν τη διερεύνηση, το πείραμα, την τεκμηρίωση, το διάλογο και την κριτική αντιπαράθεση. Το δημόσιο σχολείο οφείλει προωθήσει όσο πιο δυναμικά γίνεται: 1) την κριτική και δημιουργική σκέψη 2) την ισότιμη αναγνώριση της θρησκευτικής ετερότητας ή την απουσία θρησκευτικότητας. Επιτέλους πρέπει να αποφασίσουμε: τι υποκείμενα θέλουμε να παράγει το εκπαιδευτικό σύστημα: πιστούς ή πολίτες;
14 Σεπτεμβρίου 2009
Τι συμβαίνει με το μάθημα των θρησκευτικών στα ευρωπαϊκά κράτη; Η πορεία από τον κατηχητισμό, στο θρησκευτικό πλουραλισμό και την εκκοσμικευμένη ηθική
της Ρένας Χόπλαρου (εκπαιδευτικός, ΒEd(Hons), MA in Cultural Studies)
1. Θρησκεία και ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα: η ιστορία μιας αντιφατικής σχέσηςΗ εκκοσμίκευση των εκπαιδευτικών θεσμών αποτελεί μια από τις όψεις του νεωτερικού προγράμματος. Η αποσύνδεση της εκπαίδευσης από τη θρησκεία αντιστοιχεί στο διαφωτιστικό αίτημα περί διάκρισης μεταξύ της γνώσης και της πίστης. Παράλληλα εξυπηρετεί την προσπάθεια του αναδυόμενου έθνους - κράτους να επιβάλει ενιαίους κοινωνικοποιητικούς θεσμούς.
Σε αυτή την ιστορική συγκυρία η εκκλησία και τα μοναστήρια, οι κατεξοχήν θεσμοί παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, χάνουν την πρωτοκαθεδρία που απολάμβαναν στο χώρο της εκπαίδευσης. Η συγκρότηση των εκπαιδευτικών συστημάτων πραγματοποιήθηκε μέσω της σύγκρουσης κράτους και εκκλησίας. Η θέσπιση της υποχρεωτικής και δωρεάν παιδείας σηματοδότησε το σταδιακό εκτοπισμό της εκκλησίας από την εκπαίδευση.
Αν και η νεωτερικότητα συγκρούστηκε με την παράδοση, η παράδοση επιβιώνει με ποικίλους τρόπους και μορφές στο πλαίσιο της νεωτερικότητας. Η σημαντική επιρροή που εξακολουθεί να απολαμβάνει η θρησκεία στα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα αποτελεί μια ένδειξη του γεγονότος, ότι η νεωτερικότητα και η παράδοση εξακολουθούν να συμβιώνουν, τις περισσότερες φορές με ένταση, στις σύγχρονες κοινωνίες. Η εκπαίδευση εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς αναπαραγωγής της θρησκείας. Υποτίθεται ότι στα σύγχρονα κράτη, η οικογένεια και η εκκλησία, είναι εκείνοι οι θεσμοί που αναπαράγουν τις αντιλήψεις και πρακτικές της θρησκείας. Υποτίθεται ότι ο θεσμός της εκπαίδευσης οφείλει να μένει ουδέτερος απέναντι στη θρησκεία. Αυτό βεβαίως δε συμβαίνει στην πράξη.
Με άλλα λόγια παρά το νεωτερικό πρόταγμα περί ιδιωτικοποίησης της θρησκείας, οι εκπαιδευτικοί θεσμοί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες παγιώνουν την κυρίαρχη θέση της θρησκείας στη δημόσια σφαίρα. Με αυτή την έννοια τα εκπαιδευτικά συστήματα εκφράζουν τις αντινομίες και τις αντιφάσεις του νεωτερικού προγράμματος.
2. Τα μοντέλα της θρησκευτικής εκπαίδευσης στην Ευρώπη: μια σύντομη περίληψη της έρευνας της Εύης Ζαμπέτα «Σχολείο και Θρησκεία» (2003)
Αν και η θρησκεία αποτελεί ένα από ισχυρά στοιχεία της παράδοσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, είναι γεγονός ότι το μονολιθικό κατηχητικό μοντέλο θρησκευτικής εκπαίδευσης βρίσκεται σε κρίση σε όλη την Ευρώπη. Η πραγματικότητα είναι πως οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, πολιτισμικά και θρησκευτικά ομογενείς. Η αναγνώριση αυτού του δεδομένου πρέπει να μας οδηγήσει στην ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου για την ουσιαστική αρχή της ανεκτικότητας που παραμένει εκκρεμής.
Το υποχρεωτικό – κατηχητικό μοντέλο: Υπάρχει το καθαρά δογματικό πρότυπο θρησκευτικής εκπαίδευσης όπως αυτό εφαρμόζεται στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Κύπρο και την Πολωνία με τις διαφορές του φυσικά σε κάθε μια από τις χώρες αυτές. Οι παραπάνω χώρες κατέχουν τα σκήπτρα στον τομέα του κατηχητισμού, της ενδογμάτισης και της μονολιθικότητας στο πλαίσιο των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης. Πρόκειται για κράτη τα οποία μέσω της εκπαίδευσής τους ξεκάθαρα ενισχύουν μια θρησκεία. Μέχρι πρόσφατα οι παραπάνω χώρες είχαν το μάθημα των θρησκευτικών ως υποχρεωτικό. Τώρα πια το μάθημα ορίζεται τυπικά τουλάχιστον ως προαιρετικό. Σε όλα τα κράτη –μέλη της Ε.Ε όπου το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό, προβλέπεται η δυνατότητα απαλλαγής των μαθητών κατόπιν σχετικού αιτήματος των γονέων. Μόνο στην Ελλάδα και την Κύπρο απαιτείται ταυτόχρονη δήλωση της θρησκευτικής ταυτότητας των γονέων, κάτι που παραβιάζει τα προσωπικά δεδομένα.
Παρότι το μάθημα ορίζεται τυπικά τουλάχιστον ως προαιρετικό στην πράξη όλο το εκπαιδευτικό σύστημα διαπνέεται από την κυριαρχία της επίσημης θρησκείας της κάθε μιας από τις παραπάνω χώρες και το μάθημα των θρησκευτικών είναι γενικευμένο και έχει ομολογιακό χαρακτήρα.
Υποχρεωτικό – Κατηχητικό μοντέλο με σημαντικές τάσεις πλουραλισμού/Τάση περάσματος στο θρησκειολογικό - πολυδογματικό μοντέλο: Η Δανία και η Αγγλία είναι χώρες που αναγνωρίζουν επίσημη θρησκεία στο σύνταγμά τους. Ωστόσο φαίνεται να προσπαθούν να αμβλύνουν το υποχρεωτικό – κατηχητικό μοντέλο του θρησκευτικού μαθήματος με στοιχεία ενημέρωσης για τα άλλα κύρια θρησκεύματα που εκπροσωπούνται στο μαθητικό πληθυσμό. Ο πλουραλισμός που εισάγεται στο σχετικό μάθημα και το πέρασμα προς το θρησκειολογικό/πολυδογματικό μοντέλο είναι εντονότερος στην Αγγλία παρά στην Δανία. Στη Δανία η διαμάχη μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού είναι πιο έντονη πιθανόν επειδή η Δανία δέχτηκε αργότερα από την Αγγλία μετανάστες και μέχρι πρόσφατα μάλιστα αποτελούσε τη χώρα που δεχόταν το μικρότερο αριθμό μεταναστών σε σχέση με τα άλλα κράτη της Ε.Ε. Η Αυστρία, κράτος χωρίς επίσημη εκκλησία, ανήκει επίσης σε αυτό το μοντέλο. Παρότι έχει υποχρεωτικό το μάθημα των θρησκευτικών σε όλες τις βαθμίδες, το μάθημα αποκτά ολοένα και περισσότερο θρησκειολογικό χαρακτήρα. Η Ολλανδία ακολουθεί ένα μοντέλο υποχρεωτικού μεν μαθήματος θρησκευτικών το οποίο δεν έχει όμως ομολογιακό αλλά καθαρά θρησκειολογικό/πολυδογματικό περιεχόμενο. Η Σουηδία και η Φινλανδία έχουν παρόμοιο μοντέλο με αυτό της Ολλανδίας ενώ παράλληλα οι κοινωνίες τους προχωρούν σταθερά προς την κατεύθυνση της πλήρους εκκοσμίκευσης.
Υποχρεωτικό μάθημα με επιλογή μεταξύ: 1. Κοσμικό μάθημα ηθικής φιλοσοφίας 2. Κατηχητικό μάθημα αντίστοιχο του θρησκεύματος των μαθητών
Η Γερμανία , το Βέλγιο, και το Λουξεμβούργο, εφαρμόζουν μια πιο σύνθετη πολιτική. Προσφέρεται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ ενός μαθήματος θρησκευτικών, το οποίο έχει κατηχητικό χαρακτήρα και ενός εναλλακτικού μαθήματος το οποίο δεν έχει ομολογιακό χαρακτήρα και έχει ως αντικείμενο την ηθική φιλοσοφία. Πρόκειται για ένα μοντέλο που σέβεται τη θρησκευτική ή μη θρησκευτική ταυτότητα των μαθητών ενώ διαθέτει τη δυνατότητα αποφυγής του κατηχητισμού. Η πολιτική της εναλλακτικότητας αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τη διαδικασία εκκοσμίκευσης της εκπαίδευσης γιατί θέτει τη θρησκευτική παιδεία υπό αίρεση και δεν αντιλαμβάνεται τη θρησκευτικότητα ως αναγκαίο συστατικό στοιχείο της ηθικής διαπαιδαγώγησης του ατόμου.
Μοντέλο Προαιρετικού μαθήματος: Έκπληξη αποτελεί το γεγονός ότι το μάθημα των θρησκευτικών είναι εντελώς προαιρετικό στις τρεις καθολικές χώρες του ευρωπαϊκού νότου, την Ισπανία , την Ιταλία και την Πορτογαλία. Οι άριστες σχέσεις που τήρησε η Καθολική Εκκλησία με τα διδακτορικά καθεστώτα του Φράνκο και του Σαλαζάρ στην Ισπανία και την Πορτογαλία αντίστοιχα διαμόρφωσαν μετά την πτώση των καθεστώτων αυτών την απαραίτητη συναίνεση που επέτρεψε το διαχωρισμό κράτους –εκκλησίας και τη σταθερή πορεία προς την εκκοσμίκευση της εκπαίδευσης.
Μοντέλο κοσμικής εκπαίδευσης: Η Γαλλία αντιπροσωπεύει το πρότυπο της λαϊκότητας στη Ευρώπη, το οποίο θέτει το ζήτημα της θρησκευτικής παιδείας εκτός των στόχων της κοσμικής εκπαίδευσης. Η θρησκευτικότητα ανάγεται στην ιδιωτική σφαίρα ενώ θρησκευτική εκπαίδευση μπορούν να παρέχουν μόνο ιδιωτικά σχολεία.
3. Ποια είναι τα «θέματα» με τα θρησκευτικά στο ελληνοκυπριακό σχολείο;Τα θρησκευτικά είναι μια ιδιότυπη μη επιστημονική αφήγηση που υπεισέρχεται σε πολλά πεδία της ζωής άσχετα με τη θρησκεία. Ένα πρώτο θέμα που προκύπτει είναι κατά πόσο η θρησκεία θα δίνει τις απαντήσεις στα διάφορα ηθικά, επιστημονικά και πολιτικά ερωτήματα που προκύπτουν στα διάφορα μαθήματα στο σχολείο. Ο δογματικός χαρακτήρας της θρησκείας και η διεκδίκηση της απόλυτης αλήθειας συγκρούονται με τις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις που επιδιώκουν τη διερεύνηση, το πείραμα, την τεκμηρίωση, το διάλογο και την κριτική αντιπαράθεση .
Ο κατηχητικός χαρακτήρας της κυπριακής εκπαίδευσης δεν περιορίζεται μόνο στο μάθημα των Θρησκευτικών αλλά, κατά παράδοξο τρόπο, η θρησκευτική ενδογμάτιση διαχέεται και σε άλλα μαθήματα του αναλυτικού προγράμματος (αποστήθιση, προσέγγιση της γνώσης χωρίς διερεύνηση ως εξ’ αποκαλύψεως αλήθεια, αποσιώπηση των αντιφάσεων και των εξαιρέσεων της γνώσης, κτλ). Όπως σημειώνει η Εύη Ζαμπέτα (2003: 16) το στοιχείο αυτό έχει τρεις βασικές συνέπειες:
• την ελλιπή καλλιέργεια της κριτικής και δημιουργικής σκέψης.
• την αδυναμία του δημόσιου σχολείου να κατανοήσει, να αναγνωρίσει ως ισότιμη και επομένως να εντάξει τη θρησκευτική ετερότητα ή την απουσία θρησκευτικότητας.
• την αποδυνάμωση αυτής καθ’ εαυτής της έννοιας του πολίτη.
Ένα δεύτερο πολύ σημαντικό θέμα που προκύπτει από τη διαπλοκή της θρησκείας και της εκπαίδευσης είναι ότι η Ορθοδοξία νοείται ως ένα εγγενές συστατικό στοιχείο της κυπριακής ταυτότητας (Κύπριος πολίτης = Έλληνας χριστιανός ορθόδοξος πολίτης). Αυτό έχει ως συνέπεια τη σύγχυση μεταξύ της ιδιότητας του πολίτη και της ιδιότητας του πιστού. Σε ένα κατεξοχήν δικοινοτικό κράτος όπως είναι η Κυπριακή Δημοκρατία αυτό σημαίνει ότι η δόμηση της ταυτότητας του πολίτη ως χριστιανού ορθόδοξου πολίτη περιχαρακώνει την έννοια της πολιτότητας θέτοντας ισχυρά όρια στην ετερότητα.
Το θρήσκευμα αποτελεί δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα και μάλιστα ευαίσθητο. Η δημόσια εκπαίδευση δεν μπορεί να παρεμβαίνει και μάλιστα ανεπίτρεπτα στη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών/μαθητριών. Η επίσημη εκπαιδευτική πολιτική περιορίζει την έννοια του σεβασμού της θρησκευτικής ετερότητας στη δυνατότητα αυτοεξαίρεσης από το μάθημα των θρησκευτικών και αυτή μόνο εφόσον προηγηθεί σχετική δήλωση περί διαφορετικής θρησκευτικής συνείδησης. Οι χριστιανοί γονείς δεν μπορούν να απαλλάξουν τα παιδιά τους από το μάθημα των θρησκευτικών. Και εδώ παραβιάζονται τα προσωπικά δεδομένα, γιατί ζητείται από τους γονείς να δηλώσουν θρήσκευμα. Εάν οι γονείς δε δηλώσουν διαφορετικό θρήσκευμα από το ορθόδοξο δόγμα τα παιδιά τους δεν απαλλάσσονται από το μάθημα των θρησκευτικών .
Όμως, ο σεβασμός δια του αποκλεισμού δεν αποτελεί σεβασμό της ταυτότητας. Όχι μόνο δεν υφίσταται σχέση ισοτιμίας και ενιαία μεταχείριση μεταξύ των θρησκευτικών ταυτοτήτων στο ελληνοκυπριακό σχολείο αλλά αντίθετα η θρησκευτική ετερότητα απαξιώνεται. Οι Κύπριοι πολίτες που ενδεχομένως να μη θρησκεύονται ή να είναι αλλόθρησκοι δεν απολαμβάνουν ισότιμης αναγνώρισης στο πλαίσιο του σχολείου. Η κουλτούρα τους τοποθετείται εκτός της σχολικής γνώσης και εκτός των πρακτικών του σχολείου. Στο βαθμό δε που η σχολική γνώση κατανοείται ως γνώση «επίσημη», «έγκυρη», «αξιόλογη» και «αξιόπιστη» η απουσία αναφοράς στη θρησκευτική ετερότητα την καθιστά κοινωνική απαξία . Εξίσου απαξιωτική είναι και η στάση του επίσημου σχολείου προς την αθεΐα.
Η στάση αυτή προσβάλλει την προσωπικότητα και την κουλτούρα των μαθητών/τριών που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της «επίσημης» ταυτότητας και έτσι δε δημιουργούνται οι συνθήκες της ισότιμης ένταξής τους στο σχολικό περιβάλλον. Προφανώς το ελληνοκυπριακό σχολείο υιοθετώντας το μοντέλο της θρησκευτικής ενδογμάτισης βρίσκεται αντίθετο με την αρχή ότι ο καθένας έχει δικαίωμα σε μια εκπαίδευση αντίστοιχη με την κουλτούρα του και τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
Η πολιτική αυτή δε δημιουργεί προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της θρησκευτικής και κοινωνικής ανεκτικότητας και καλλιεργεί το έδαφος για την ξενοφοβία. Ο κίνδυνος αυτός εντείνεται σήμερα λόγω της διεύρυνσης της ετερότητας με την είσοδο των μεταναστών στην Κύπρο. Το σχολείο που θεωρεί ως αυτονόητο δικαίωμά του να ενδογματίζει με βάση τις πεποιθήσεις της επικρατούσας πλειοψηφίας, χωρίς μάλιστα να αναθεωρεί τη στάση του με βάση τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται είναι ένα σχολείο παθητικό, συντηρητικό και χωρίς ευαισθησία προς τις αρχές μιας σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας.
Συμπέρασμα
Θέση του άρθρου αυτού είναι πως το ελληνοκυπριακό σχολείο και η εκπαιδευτική πολιτική οφείλουν να αναστοχαστούν σε σχέση με το μάθημα των θρησκευτικών και τη θρησκευτική ετερότητα. Η πρακτική που ακολουθείται σήμερα υπονομεύει το κοινωνικό δικαίωμα στην εκπαίδευση και είναι απαξιωτική για τμήματα του πληθυσμού που είτε ακολουθούν άλλο δόγμα είτε δε θρησκεύονται. Η πρακτική που ακολουθείται σήμερα κρατά την Κυπριακή Δημοκρατία μακριά από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις σε ένα σοβαρό τομέα, αυτόν τον πλουραλισμού και του σεβασμού της διαφοράς. Η άποψη πως το σχολείο δε δικαιούται να θρησκεύεται δεν ακούγεται από τις πολιτικές ελίτ του τόπου. Ακούγεται ακριβώς το αντίθετο.
Συντηρητικοί πολιτικοί, κυρίως κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου εκφράζουν την άποψη πως το σχολείο πρέπει να στοχεύει στην καλλιέργεια της ορθόδοξης ταυτότητας των μαθητών. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους κινδυνολογώντας για τη συρρίκνωση της ελληνικότητας και της ορθοδοξίας. Όπως συμβαίνει και αλλού, έτσι και στην Κύπρο, στις περιπτώσεις του συντηρητικού και του ξενοφοβικού λόγου, η θρησκευτική παράδοση αναδεικνύεται σε καίριο στοιχείο του εκπαιδευτικού συστήματος και της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Μια επίσης έντονη θέση του κειμένου αυτού είναι πως η επίμονη θρησκοληψία του εκπαιδευτικού συστήματος δεν αποτελεί αποκλειστική έκφραση του συντηρητισμού της κοινωνίας μας. Σε μεγάλο βαθμό αποτελεί και ευθύνη και ατολμία της πολιτικής, η οποία χρησιμοποιεί την εκκλησία ως μηχανισμό νομιμοποίησης και κοινωνικού ελέγχου.
Κάποιες φωνές που μιλούν για αναθεώρηση του μαθήματος των θρησκευτικών προς την κατεύθυνση ενός πιο θρησκειολογικού μοντέλου ή ενός μαθήματος θρησκευτικών που θα διδάσκει την αγάπη και όχι τη μισαλλοδοξία δεν είναι εκσυγχρονιστικές στο βαθμό που δεν αμφισβητούν τη βασικότερη δύναμη της θρησκείας στον υπό διαμόρφωση πολίτη. Δεν αποσυνδέουν την ηθική συγκρότηση του ατόμου και του πολίτη από την πίστη. Το πλουραλιστικό μοντέλο εκσυγχρονίζει τη θρησκευτική παιδεία αλλά εξακολουθεί να τη νομιμοποιεί στη δημόσια σφαίρα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι εκκλησίες στην Ευρώπη έχουν κυρίως συγκρουστεί με το πρότυπο του εναλλακτικού μαθήματος της ηθικής φιλοσοφίας και όχι τόσο με το πλουραλιστικό μοντέλο, το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις έχουν μάλιστα προτείνει άνθρωποι από τους κόλπους των εκκλησιών. Το μοντέλο του εναλλακτικού μαθήματος της ηθικής φιλοσοφίας περιορίζει τη θρησκεία στην ιδιωτική σφαίρα, πλήττει την ουσία των θρησκευτικών συστημάτων και δίνει μεθοδολογικά εργαλεία από το πεδίο της φιλοσοφίας για την αντιμετώπιση των ηθικών διλημμάτων.
Η τραγική ειρωνεία είναι βεβαίως ότι στην Κύπρο με το παρακάτω απλοϊκό και φολκλορικό ποίημα , το οποίο έχω ακούσει να χρησιμοποιείται και ως πρωινή προσευχή στα νηπιαγωγεία και στις μικρότερες τάξεις του Δημοτικού, η εικόνα της Παναγίας παρουσιάζεται ως πανανθρώπινη και ικανή να συμπεριλάβει στους κόλπους της όλους τους λαούς της γης. Άρα δεν υπάρχει ανάγκη αμφισβήτησης/αλλαγής του υπάρχοντος μοντέλου. Το συγκεκριμένο ποίημα αποτελεί ένα φωτεινό παράδειγμα της τάσης εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσής μας γιατί παραπέμπει σε παιδιά που προέρχονται από άλλους πολιτισμούς, υποστήριξε επιθεωρήτρια της δημοτικής εκπαίδευσης σε συνέδριο της διδασκαλίας της γλώσσας . Δε χρειάζεται λοιπόν να ανησυχούμε για την ένταξη των αλλόθρησκων παιδιά. Αυτά ζουν κάπου μακριά μας. Εξάλλου εδώ και καιρό ήδη προσευχόμαστε για αυτά.
Παναγιά μου, Παναγίτσα,
που έχεις το Χριστό αγκαλίτσα,
πάρε στη χρυσή ποδιά σου
τα παιδιά της γης κοντά σου,
άσπρα, κίτρινα, μαυράκια,
όλα του Χριστού αδερφάκια
δίπλα στο Χριστό να τα έχεις
να μπορείς να τα προσέχεις
"Το Καλέμι" (Σεπτέμβριος 2009)
1. Θρησκεία και ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα: η ιστορία μιας αντιφατικής σχέσηςΗ εκκοσμίκευση των εκπαιδευτικών θεσμών αποτελεί μια από τις όψεις του νεωτερικού προγράμματος. Η αποσύνδεση της εκπαίδευσης από τη θρησκεία αντιστοιχεί στο διαφωτιστικό αίτημα περί διάκρισης μεταξύ της γνώσης και της πίστης. Παράλληλα εξυπηρετεί την προσπάθεια του αναδυόμενου έθνους - κράτους να επιβάλει ενιαίους κοινωνικοποιητικούς θεσμούς.
Σε αυτή την ιστορική συγκυρία η εκκλησία και τα μοναστήρια, οι κατεξοχήν θεσμοί παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, χάνουν την πρωτοκαθεδρία που απολάμβαναν στο χώρο της εκπαίδευσης. Η συγκρότηση των εκπαιδευτικών συστημάτων πραγματοποιήθηκε μέσω της σύγκρουσης κράτους και εκκλησίας. Η θέσπιση της υποχρεωτικής και δωρεάν παιδείας σηματοδότησε το σταδιακό εκτοπισμό της εκκλησίας από την εκπαίδευση.
Αν και η νεωτερικότητα συγκρούστηκε με την παράδοση, η παράδοση επιβιώνει με ποικίλους τρόπους και μορφές στο πλαίσιο της νεωτερικότητας. Η σημαντική επιρροή που εξακολουθεί να απολαμβάνει η θρησκεία στα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα αποτελεί μια ένδειξη του γεγονότος, ότι η νεωτερικότητα και η παράδοση εξακολουθούν να συμβιώνουν, τις περισσότερες φορές με ένταση, στις σύγχρονες κοινωνίες. Η εκπαίδευση εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς αναπαραγωγής της θρησκείας. Υποτίθεται ότι στα σύγχρονα κράτη, η οικογένεια και η εκκλησία, είναι εκείνοι οι θεσμοί που αναπαράγουν τις αντιλήψεις και πρακτικές της θρησκείας. Υποτίθεται ότι ο θεσμός της εκπαίδευσης οφείλει να μένει ουδέτερος απέναντι στη θρησκεία. Αυτό βεβαίως δε συμβαίνει στην πράξη.
Με άλλα λόγια παρά το νεωτερικό πρόταγμα περί ιδιωτικοποίησης της θρησκείας, οι εκπαιδευτικοί θεσμοί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες παγιώνουν την κυρίαρχη θέση της θρησκείας στη δημόσια σφαίρα. Με αυτή την έννοια τα εκπαιδευτικά συστήματα εκφράζουν τις αντινομίες και τις αντιφάσεις του νεωτερικού προγράμματος.
2. Τα μοντέλα της θρησκευτικής εκπαίδευσης στην Ευρώπη: μια σύντομη περίληψη της έρευνας της Εύης Ζαμπέτα «Σχολείο και Θρησκεία» (2003)
Αν και η θρησκεία αποτελεί ένα από ισχυρά στοιχεία της παράδοσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, είναι γεγονός ότι το μονολιθικό κατηχητικό μοντέλο θρησκευτικής εκπαίδευσης βρίσκεται σε κρίση σε όλη την Ευρώπη. Η πραγματικότητα είναι πως οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, πολιτισμικά και θρησκευτικά ομογενείς. Η αναγνώριση αυτού του δεδομένου πρέπει να μας οδηγήσει στην ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου για την ουσιαστική αρχή της ανεκτικότητας που παραμένει εκκρεμής.
Το υποχρεωτικό – κατηχητικό μοντέλο: Υπάρχει το καθαρά δογματικό πρότυπο θρησκευτικής εκπαίδευσης όπως αυτό εφαρμόζεται στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Κύπρο και την Πολωνία με τις διαφορές του φυσικά σε κάθε μια από τις χώρες αυτές. Οι παραπάνω χώρες κατέχουν τα σκήπτρα στον τομέα του κατηχητισμού, της ενδογμάτισης και της μονολιθικότητας στο πλαίσιο των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης. Πρόκειται για κράτη τα οποία μέσω της εκπαίδευσής τους ξεκάθαρα ενισχύουν μια θρησκεία. Μέχρι πρόσφατα οι παραπάνω χώρες είχαν το μάθημα των θρησκευτικών ως υποχρεωτικό. Τώρα πια το μάθημα ορίζεται τυπικά τουλάχιστον ως προαιρετικό. Σε όλα τα κράτη –μέλη της Ε.Ε όπου το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό, προβλέπεται η δυνατότητα απαλλαγής των μαθητών κατόπιν σχετικού αιτήματος των γονέων. Μόνο στην Ελλάδα και την Κύπρο απαιτείται ταυτόχρονη δήλωση της θρησκευτικής ταυτότητας των γονέων, κάτι που παραβιάζει τα προσωπικά δεδομένα.
Παρότι το μάθημα ορίζεται τυπικά τουλάχιστον ως προαιρετικό στην πράξη όλο το εκπαιδευτικό σύστημα διαπνέεται από την κυριαρχία της επίσημης θρησκείας της κάθε μιας από τις παραπάνω χώρες και το μάθημα των θρησκευτικών είναι γενικευμένο και έχει ομολογιακό χαρακτήρα.
Υποχρεωτικό – Κατηχητικό μοντέλο με σημαντικές τάσεις πλουραλισμού/Τάση περάσματος στο θρησκειολογικό - πολυδογματικό μοντέλο: Η Δανία και η Αγγλία είναι χώρες που αναγνωρίζουν επίσημη θρησκεία στο σύνταγμά τους. Ωστόσο φαίνεται να προσπαθούν να αμβλύνουν το υποχρεωτικό – κατηχητικό μοντέλο του θρησκευτικού μαθήματος με στοιχεία ενημέρωσης για τα άλλα κύρια θρησκεύματα που εκπροσωπούνται στο μαθητικό πληθυσμό. Ο πλουραλισμός που εισάγεται στο σχετικό μάθημα και το πέρασμα προς το θρησκειολογικό/πολυδογματικό μοντέλο είναι εντονότερος στην Αγγλία παρά στην Δανία. Στη Δανία η διαμάχη μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού είναι πιο έντονη πιθανόν επειδή η Δανία δέχτηκε αργότερα από την Αγγλία μετανάστες και μέχρι πρόσφατα μάλιστα αποτελούσε τη χώρα που δεχόταν το μικρότερο αριθμό μεταναστών σε σχέση με τα άλλα κράτη της Ε.Ε. Η Αυστρία, κράτος χωρίς επίσημη εκκλησία, ανήκει επίσης σε αυτό το μοντέλο. Παρότι έχει υποχρεωτικό το μάθημα των θρησκευτικών σε όλες τις βαθμίδες, το μάθημα αποκτά ολοένα και περισσότερο θρησκειολογικό χαρακτήρα. Η Ολλανδία ακολουθεί ένα μοντέλο υποχρεωτικού μεν μαθήματος θρησκευτικών το οποίο δεν έχει όμως ομολογιακό αλλά καθαρά θρησκειολογικό/πολυδογματικό περιεχόμενο. Η Σουηδία και η Φινλανδία έχουν παρόμοιο μοντέλο με αυτό της Ολλανδίας ενώ παράλληλα οι κοινωνίες τους προχωρούν σταθερά προς την κατεύθυνση της πλήρους εκκοσμίκευσης.
Υποχρεωτικό μάθημα με επιλογή μεταξύ: 1. Κοσμικό μάθημα ηθικής φιλοσοφίας 2. Κατηχητικό μάθημα αντίστοιχο του θρησκεύματος των μαθητών
Η Γερμανία , το Βέλγιο, και το Λουξεμβούργο, εφαρμόζουν μια πιο σύνθετη πολιτική. Προσφέρεται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ ενός μαθήματος θρησκευτικών, το οποίο έχει κατηχητικό χαρακτήρα και ενός εναλλακτικού μαθήματος το οποίο δεν έχει ομολογιακό χαρακτήρα και έχει ως αντικείμενο την ηθική φιλοσοφία. Πρόκειται για ένα μοντέλο που σέβεται τη θρησκευτική ή μη θρησκευτική ταυτότητα των μαθητών ενώ διαθέτει τη δυνατότητα αποφυγής του κατηχητισμού. Η πολιτική της εναλλακτικότητας αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τη διαδικασία εκκοσμίκευσης της εκπαίδευσης γιατί θέτει τη θρησκευτική παιδεία υπό αίρεση και δεν αντιλαμβάνεται τη θρησκευτικότητα ως αναγκαίο συστατικό στοιχείο της ηθικής διαπαιδαγώγησης του ατόμου.
Μοντέλο Προαιρετικού μαθήματος: Έκπληξη αποτελεί το γεγονός ότι το μάθημα των θρησκευτικών είναι εντελώς προαιρετικό στις τρεις καθολικές χώρες του ευρωπαϊκού νότου, την Ισπανία , την Ιταλία και την Πορτογαλία. Οι άριστες σχέσεις που τήρησε η Καθολική Εκκλησία με τα διδακτορικά καθεστώτα του Φράνκο και του Σαλαζάρ στην Ισπανία και την Πορτογαλία αντίστοιχα διαμόρφωσαν μετά την πτώση των καθεστώτων αυτών την απαραίτητη συναίνεση που επέτρεψε το διαχωρισμό κράτους –εκκλησίας και τη σταθερή πορεία προς την εκκοσμίκευση της εκπαίδευσης.
Μοντέλο κοσμικής εκπαίδευσης: Η Γαλλία αντιπροσωπεύει το πρότυπο της λαϊκότητας στη Ευρώπη, το οποίο θέτει το ζήτημα της θρησκευτικής παιδείας εκτός των στόχων της κοσμικής εκπαίδευσης. Η θρησκευτικότητα ανάγεται στην ιδιωτική σφαίρα ενώ θρησκευτική εκπαίδευση μπορούν να παρέχουν μόνο ιδιωτικά σχολεία.
3. Ποια είναι τα «θέματα» με τα θρησκευτικά στο ελληνοκυπριακό σχολείο;Τα θρησκευτικά είναι μια ιδιότυπη μη επιστημονική αφήγηση που υπεισέρχεται σε πολλά πεδία της ζωής άσχετα με τη θρησκεία. Ένα πρώτο θέμα που προκύπτει είναι κατά πόσο η θρησκεία θα δίνει τις απαντήσεις στα διάφορα ηθικά, επιστημονικά και πολιτικά ερωτήματα που προκύπτουν στα διάφορα μαθήματα στο σχολείο. Ο δογματικός χαρακτήρας της θρησκείας και η διεκδίκηση της απόλυτης αλήθειας συγκρούονται με τις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις που επιδιώκουν τη διερεύνηση, το πείραμα, την τεκμηρίωση, το διάλογο και την κριτική αντιπαράθεση .
Ο κατηχητικός χαρακτήρας της κυπριακής εκπαίδευσης δεν περιορίζεται μόνο στο μάθημα των Θρησκευτικών αλλά, κατά παράδοξο τρόπο, η θρησκευτική ενδογμάτιση διαχέεται και σε άλλα μαθήματα του αναλυτικού προγράμματος (αποστήθιση, προσέγγιση της γνώσης χωρίς διερεύνηση ως εξ’ αποκαλύψεως αλήθεια, αποσιώπηση των αντιφάσεων και των εξαιρέσεων της γνώσης, κτλ). Όπως σημειώνει η Εύη Ζαμπέτα (2003: 16) το στοιχείο αυτό έχει τρεις βασικές συνέπειες:
• την ελλιπή καλλιέργεια της κριτικής και δημιουργικής σκέψης.
• την αδυναμία του δημόσιου σχολείου να κατανοήσει, να αναγνωρίσει ως ισότιμη και επομένως να εντάξει τη θρησκευτική ετερότητα ή την απουσία θρησκευτικότητας.
• την αποδυνάμωση αυτής καθ’ εαυτής της έννοιας του πολίτη.
Ένα δεύτερο πολύ σημαντικό θέμα που προκύπτει από τη διαπλοκή της θρησκείας και της εκπαίδευσης είναι ότι η Ορθοδοξία νοείται ως ένα εγγενές συστατικό στοιχείο της κυπριακής ταυτότητας (Κύπριος πολίτης = Έλληνας χριστιανός ορθόδοξος πολίτης). Αυτό έχει ως συνέπεια τη σύγχυση μεταξύ της ιδιότητας του πολίτη και της ιδιότητας του πιστού. Σε ένα κατεξοχήν δικοινοτικό κράτος όπως είναι η Κυπριακή Δημοκρατία αυτό σημαίνει ότι η δόμηση της ταυτότητας του πολίτη ως χριστιανού ορθόδοξου πολίτη περιχαρακώνει την έννοια της πολιτότητας θέτοντας ισχυρά όρια στην ετερότητα.
Το θρήσκευμα αποτελεί δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα και μάλιστα ευαίσθητο. Η δημόσια εκπαίδευση δεν μπορεί να παρεμβαίνει και μάλιστα ανεπίτρεπτα στη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών/μαθητριών. Η επίσημη εκπαιδευτική πολιτική περιορίζει την έννοια του σεβασμού της θρησκευτικής ετερότητας στη δυνατότητα αυτοεξαίρεσης από το μάθημα των θρησκευτικών και αυτή μόνο εφόσον προηγηθεί σχετική δήλωση περί διαφορετικής θρησκευτικής συνείδησης. Οι χριστιανοί γονείς δεν μπορούν να απαλλάξουν τα παιδιά τους από το μάθημα των θρησκευτικών. Και εδώ παραβιάζονται τα προσωπικά δεδομένα, γιατί ζητείται από τους γονείς να δηλώσουν θρήσκευμα. Εάν οι γονείς δε δηλώσουν διαφορετικό θρήσκευμα από το ορθόδοξο δόγμα τα παιδιά τους δεν απαλλάσσονται από το μάθημα των θρησκευτικών .
Όμως, ο σεβασμός δια του αποκλεισμού δεν αποτελεί σεβασμό της ταυτότητας. Όχι μόνο δεν υφίσταται σχέση ισοτιμίας και ενιαία μεταχείριση μεταξύ των θρησκευτικών ταυτοτήτων στο ελληνοκυπριακό σχολείο αλλά αντίθετα η θρησκευτική ετερότητα απαξιώνεται. Οι Κύπριοι πολίτες που ενδεχομένως να μη θρησκεύονται ή να είναι αλλόθρησκοι δεν απολαμβάνουν ισότιμης αναγνώρισης στο πλαίσιο του σχολείου. Η κουλτούρα τους τοποθετείται εκτός της σχολικής γνώσης και εκτός των πρακτικών του σχολείου. Στο βαθμό δε που η σχολική γνώση κατανοείται ως γνώση «επίσημη», «έγκυρη», «αξιόλογη» και «αξιόπιστη» η απουσία αναφοράς στη θρησκευτική ετερότητα την καθιστά κοινωνική απαξία . Εξίσου απαξιωτική είναι και η στάση του επίσημου σχολείου προς την αθεΐα.
Η στάση αυτή προσβάλλει την προσωπικότητα και την κουλτούρα των μαθητών/τριών που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της «επίσημης» ταυτότητας και έτσι δε δημιουργούνται οι συνθήκες της ισότιμης ένταξής τους στο σχολικό περιβάλλον. Προφανώς το ελληνοκυπριακό σχολείο υιοθετώντας το μοντέλο της θρησκευτικής ενδογμάτισης βρίσκεται αντίθετο με την αρχή ότι ο καθένας έχει δικαίωμα σε μια εκπαίδευση αντίστοιχη με την κουλτούρα του και τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
Η πολιτική αυτή δε δημιουργεί προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της θρησκευτικής και κοινωνικής ανεκτικότητας και καλλιεργεί το έδαφος για την ξενοφοβία. Ο κίνδυνος αυτός εντείνεται σήμερα λόγω της διεύρυνσης της ετερότητας με την είσοδο των μεταναστών στην Κύπρο. Το σχολείο που θεωρεί ως αυτονόητο δικαίωμά του να ενδογματίζει με βάση τις πεποιθήσεις της επικρατούσας πλειοψηφίας, χωρίς μάλιστα να αναθεωρεί τη στάση του με βάση τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται είναι ένα σχολείο παθητικό, συντηρητικό και χωρίς ευαισθησία προς τις αρχές μιας σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας.
Συμπέρασμα
Θέση του άρθρου αυτού είναι πως το ελληνοκυπριακό σχολείο και η εκπαιδευτική πολιτική οφείλουν να αναστοχαστούν σε σχέση με το μάθημα των θρησκευτικών και τη θρησκευτική ετερότητα. Η πρακτική που ακολουθείται σήμερα υπονομεύει το κοινωνικό δικαίωμα στην εκπαίδευση και είναι απαξιωτική για τμήματα του πληθυσμού που είτε ακολουθούν άλλο δόγμα είτε δε θρησκεύονται. Η πρακτική που ακολουθείται σήμερα κρατά την Κυπριακή Δημοκρατία μακριά από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις σε ένα σοβαρό τομέα, αυτόν τον πλουραλισμού και του σεβασμού της διαφοράς. Η άποψη πως το σχολείο δε δικαιούται να θρησκεύεται δεν ακούγεται από τις πολιτικές ελίτ του τόπου. Ακούγεται ακριβώς το αντίθετο.
Συντηρητικοί πολιτικοί, κυρίως κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου εκφράζουν την άποψη πως το σχολείο πρέπει να στοχεύει στην καλλιέργεια της ορθόδοξης ταυτότητας των μαθητών. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους κινδυνολογώντας για τη συρρίκνωση της ελληνικότητας και της ορθοδοξίας. Όπως συμβαίνει και αλλού, έτσι και στην Κύπρο, στις περιπτώσεις του συντηρητικού και του ξενοφοβικού λόγου, η θρησκευτική παράδοση αναδεικνύεται σε καίριο στοιχείο του εκπαιδευτικού συστήματος και της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Μια επίσης έντονη θέση του κειμένου αυτού είναι πως η επίμονη θρησκοληψία του εκπαιδευτικού συστήματος δεν αποτελεί αποκλειστική έκφραση του συντηρητισμού της κοινωνίας μας. Σε μεγάλο βαθμό αποτελεί και ευθύνη και ατολμία της πολιτικής, η οποία χρησιμοποιεί την εκκλησία ως μηχανισμό νομιμοποίησης και κοινωνικού ελέγχου.
Κάποιες φωνές που μιλούν για αναθεώρηση του μαθήματος των θρησκευτικών προς την κατεύθυνση ενός πιο θρησκειολογικού μοντέλου ή ενός μαθήματος θρησκευτικών που θα διδάσκει την αγάπη και όχι τη μισαλλοδοξία δεν είναι εκσυγχρονιστικές στο βαθμό που δεν αμφισβητούν τη βασικότερη δύναμη της θρησκείας στον υπό διαμόρφωση πολίτη. Δεν αποσυνδέουν την ηθική συγκρότηση του ατόμου και του πολίτη από την πίστη. Το πλουραλιστικό μοντέλο εκσυγχρονίζει τη θρησκευτική παιδεία αλλά εξακολουθεί να τη νομιμοποιεί στη δημόσια σφαίρα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι εκκλησίες στην Ευρώπη έχουν κυρίως συγκρουστεί με το πρότυπο του εναλλακτικού μαθήματος της ηθικής φιλοσοφίας και όχι τόσο με το πλουραλιστικό μοντέλο, το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις έχουν μάλιστα προτείνει άνθρωποι από τους κόλπους των εκκλησιών. Το μοντέλο του εναλλακτικού μαθήματος της ηθικής φιλοσοφίας περιορίζει τη θρησκεία στην ιδιωτική σφαίρα, πλήττει την ουσία των θρησκευτικών συστημάτων και δίνει μεθοδολογικά εργαλεία από το πεδίο της φιλοσοφίας για την αντιμετώπιση των ηθικών διλημμάτων.
Η τραγική ειρωνεία είναι βεβαίως ότι στην Κύπρο με το παρακάτω απλοϊκό και φολκλορικό ποίημα , το οποίο έχω ακούσει να χρησιμοποιείται και ως πρωινή προσευχή στα νηπιαγωγεία και στις μικρότερες τάξεις του Δημοτικού, η εικόνα της Παναγίας παρουσιάζεται ως πανανθρώπινη και ικανή να συμπεριλάβει στους κόλπους της όλους τους λαούς της γης. Άρα δεν υπάρχει ανάγκη αμφισβήτησης/αλλαγής του υπάρχοντος μοντέλου. Το συγκεκριμένο ποίημα αποτελεί ένα φωτεινό παράδειγμα της τάσης εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσής μας γιατί παραπέμπει σε παιδιά που προέρχονται από άλλους πολιτισμούς, υποστήριξε επιθεωρήτρια της δημοτικής εκπαίδευσης σε συνέδριο της διδασκαλίας της γλώσσας . Δε χρειάζεται λοιπόν να ανησυχούμε για την ένταξη των αλλόθρησκων παιδιά. Αυτά ζουν κάπου μακριά μας. Εξάλλου εδώ και καιρό ήδη προσευχόμαστε για αυτά.
Παναγιά μου, Παναγίτσα,
που έχεις το Χριστό αγκαλίτσα,
πάρε στη χρυσή ποδιά σου
τα παιδιά της γης κοντά σου,
άσπρα, κίτρινα, μαυράκια,
όλα του Χριστού αδερφάκια
δίπλα στο Χριστό να τα έχεις
να μπορείς να τα προσέχεις
"Το Καλέμι" (Σεπτέμβριος 2009)
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ
του Μιχάλη Μιχαήλ
Με τον τίτλο «Αν έλθει σχέδιο, θα είναι χειρότερο από το Ανάν», ο “Φιλελεύθερος” φιλοξένησε την Κυριακή μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη με τον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β’.
Διαβάζοντας κάποιος τη συνέντευξη και έχοντας υπόψη και τον τίτλο, ο προκαθήμενος της Εκκλησίας πέφτει σε νέες αντιφάσεις αλλά καταθέτει και κάποιες θέσεις που διαφοροποιούνται από τις θέσεις που εξέφραζε στο παρελθόν.
Επίσης θα πρέπει να ομολογήσω ότι κάποιες θέσεις του με έχουν εκπλήξει ευχάριστα.
* * *
Δηλώνει απαισιόδοξος για την έκβαση των συνομιλιών επειδή:
«Αλλά μπορεί να υπάρξει λύση χωρίς να μετακινηθούν οι Τούρκοι από αυτά τα τρία ζωτικής σημασίας ζητήματα; Εάν δεν φύγουν τα κατοχικά στρατεύματα και αν δεν απεμπολήσουν αυτό το δικαίωμα της παρέμβασης, που είναι για μας ζωτικής σημασίας, μπορεί να γίνει συμφωνία; Εάν δεν φύγουν οι έποικοι κινδυνεύουμε να τουρκοποιηθούμε. Εάν δεν δώσουν έδαφος να πάει πίσω κάποιος πληθυσμός και την περιουσία του ο καθένας να τη διαχειριστεί όπως θέλει, δεν νομίζω να υπάρξει λύση».
Προσέξτε τη φράση στην οποία δίνω έμφαση. Έχει μετακινηθεί από τη θέση του για επιστροφή ΟΛΩΝ των προσφύγων; Διότι εδώ ξεκάθαρα μιλά για επιστροφή κάποιου αριθμού προσφύγων («κάποιος πληθυσμός»).
Πιο κάτω, σωστά επισημαίνει ότι αν δεν ανταποκριθεί η Άγκυρα, λύση δεν μπορεί να υπάρξει.
Ερωτηθείς για τη στάση του Καρλ Μπιλντ, δηλώνει ότι δεν τον λαμβάνει υπόψη λέγοντας και το γιατί:
«Μήπως αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται ένα είδος διχοτόμησης, το οποίο βεβαίως εμείς δεν δεχόμεθα; Θέλω να πιστεύω ότι ούτε η Τουρκία ούτε η Αγγλία που έχει το πάνω χέρι εδώ, θέλουν τη διχοτόμηση. Και αυτό πρέπει να το καταλάβουμε.
Η Τουρκία θέλει να ελέγξει γεωπολιτικά την Κύπρο, θέλει όλη την Κύπρο και όχι μόνο το βόρειο τμήμα της πατρίδας μας. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και δεν πρέπει να μας φοβίζει η λέξη διχοτόμηση».
Αυτή η δήλωση αν και διαφοροποιεί και πάλι τον αρχιεπίσκοπο από παλαιότερες θέσεις του (αλλά και άλλων), ότι δηλαδή η Τουρκία δεν επιδιώκει διχοτόμηση.
Είμαι σίγουρος ότι αν αυτό το έλεγα εγώ ή κάποιος άλλος που επιδιώκει λύση, θα μας έλεγαν κάποιοι ότι με αυτή τη διαπίστωση εξυπηρετούμε τα σχέδια της Τουρκίας.
Ωστόσο, αν και η διαπίστωση του είναι σωστή – κατά την άποψη μου – εμπεριέχει ένα κίνδυνο που πρέπει να επισημάνω. Πίσω από τις γραμμές (και έχοντας υπόψη διάφορες άλλες τοποθετήσεις του) μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ότι περνά ένα μήνυμα ότι παρά να βρεθεί μια λύση που – κατά την άποψη του – θα βοηθά την Τουρκία να ελέγχει ολόκληρη την Κύπρο, η διχοτόμηση είναι προτιμότερη!
Καλύτερα διχοτομημένη παρά ελεγχόμενη.
Μόνο που δεν λαμβάνει υπόψη του (ή τουλάχιστον δεν μπαίνει στον κόπο να μας εξηγήσει) τι συνέπειες θα έχει η διχοτόμηση.
Και ξεκαθαρίζω εδώ (για να προλάβω και κάποιους «καλοπροαίρετους») ότι σε καμιά περίπτωση δεν λέω ότι η λύση θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στην Τουρκία να ασκεί έλεγχο στην Κύπρο.
Στη συνέχεια – και πάλι πίσω από τις γραμμές – αποκαλύπτει τις πραγματικές του θέσεις λέγοντας ότι η Εκκλησία ουδέποτε αποδέχθηκε τη λύση της Ομοσπονδίας αλλά ο ίδιος – όπως λέει – την αποδέχθηκε επειδή αυτό τον στόχο επιδιώκει όλη η πολιτική ηγεσία.
Μόνο, που εξ’ όσων φαίνεται, δεν είναι ολόκληρη η πολιτική ηγεσία που επιδιώκει τη συγκεκριμένη μορφή λύσης. Και αυτό το αποκρύβει ο αρχιεπίσκοπος.
Προσθέτει όμως και το εξής: «Δεν αποδέχθηκα μια ομοσπονδία με μόνιμες παρεκκλίσεις και δη μόνιμες παρεκκλίσεις από το ευρωπαϊκό κεκτημένο».
Συμπληρώνει ακόμα ότι η Τουρκία δεν επιδιώκει ομοσπονδία αλλά συνομοσπονδία, τονίζοντας παράλληλα την πεποίθηση του ότι η ομοσπονδία δεν θα λειτουργήσει.
Επομένως, αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό του!
Ωστόσο διαπράττει ακόμα ένα λάθος. Επειδή η Τουρκία επιδιώκει το Α ή το Β, θεωρεί ότι στο τέλος αυτό θα γίνει. Και βεβαίως δεν είναι ο μόνος που τα λέει.
Αναιρώντας όσα λέει πιο πάνω πέφτει σε άλλη αντίφαση λέγοντας:
«Είμαι αισιόδοξος και εύχομαι ο Πρόεδρος να πετύχει. Γιατί εάν πετύχει θα είναι υπέρ της Κύπρου και του λαού μας που θα το καταφέρει. Διότι εάν δεν πετύχουμε μια συμφωνία τότε έχουμε πρόβλημα. Ενώ μια καλή και λειτουργική λύση θα μας βγάλει από τα φοβερά αδιέξοδα στα οποία βρισκόμαστε. Συνεπώς εμείς ως Εκκλησία και προσευχόμεθα και ευχόμεθα να βρεθεί μια λύση σωστή για να τερματιστεί η τραγωδία.
Ο αρχιεπίσκοπος νομίζει ότι η μνήμη μας είναι βραχύβια ή ότι το αξίωμα του, του δίνει το δικαίωμα να λέει ότι θέλει.
«Σίγουρα ο Πρόεδρος κάνει ό,τι μπορεί όπως και οι άλλοι Πρόεδροι έκαναν ό,τι μπορούσαν. Δεν εξαρτάται όμως από εμάς. Δεν κάκισα τον Πρόεδρο ότι δεν κάνει καλά τη δουλειά του. Αλλά δεν βλέπω λύση και αυτό εξαρτάται από την άλλη και όχι από τη δική μας πλευρά.
Μα σε ποιους τα λέει αυτά; Να θυμίσουμε την κόντρα στο περσινό συνέδριο των αποδήμων όπου ούτε λίγο ούτε πολύ μας είπε ότι ο πρόεδρος είναι προδότης και προωθεί τις θέσεις των Τούρκων;
Να θυμίσουμε τα όσα είπε εναντίον του προέδρου στη Νίκαια στις 25 του Μάη όταν διερωτάτο αν υπάρχει χώρος στην Αττική για τη δημιουργία της Νέας Κύπρου;
Να θυμίσουμε τον πόλεμο για τα βιβλία ιστορίας (που συνδέονται με το ζήτημα της λύσης), να θυμίσουμε την αντίδραση του στην προσπάθεια του υπουργείου Παιδείας για την καλλιέργεια κουλτούρας συμφιλίωσης;
Ενώ, λοιπόν δηλώνει αισιόδοξος και εύχεται να πετύχει ο πρόεδρος, μας λέει στη συνέχει ότι:
«Πιστεύω όμως ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, εκτός αν αλλάξει η Άγκυρα και τότε θα είμαστε όλοι ευτυχείς. Αν δεν αλλάξει στάση τότε δεν υπάρχουν προϋποθέσεις και εάν έρθει σχέδιο θα είναι χειρότερο από το Ανάν. Και καλύτερα να μην έρθει γιατί τότε και πάλι ο κυπριακός Ελληνισμός θα το απορρίψει. Όμως δεν θα ευχόμουν ο λαός μας να μπει σ’ αυτή τη δίνη ξανά και να απορρίψει άλλο σχέδιο».
* * *
Αυτά, εν ολίγοις, μας είπε και πάλι ο αρχιεπίσκοπος.
Ειλικρινά πιστεύω ότι ο προκαθήμενος και οι ιερωμένοι πρέπει να περιοριστούν στα της Εκκλησίας τους.
Ας ασχοληθούν με τις επιχειρήσεις τους, με το ποίμνιο τους. Ας βοηθήσουν κόσμο που έχει ανάγκη (όπως διατείνονται ότι είναι ο ρόλος τους) και ας αφήσουν την πολιτική.
Ο λαλίστατος σημερινός αρχιεπίσκοπος συνεχώς φάσκει και αντιφάσκει. Και όσο μιλά, τόσο πιο αναξιόπιστος γίνεται και περισσότερο πλήττει το κύρος της Εκκλησίας.
Αν λοιπόν ενδιαφέρεται για το καλό της Εκκλησίας του, καλύτερα είναι να περιορίσει όσο μπορεί τις δηλώσεις του για το εθνικό θέμα.
Διότι το μόνο που καταφέρνει είναι να δημιουργεί προβλήματα στην Εκκλησία.
Θεωρώ ότι θα ήταν πολύ πιο σωστό τόσο ο αρχιεπίσκοπος όσο και μερικοί άλλοι να βρουν το θάρρος και να πούνε ποια είναι η πραγματική τους προτίμηση.
Να μην καλύπτουν τις επιδιώξεις τους πίσω από ωραία λόγια.
Να μη μας λένε συγκαλυμμένα ότι προτιμούν τη διχοτόμηση παρά τη λύση.
Πιστεύω ότι αυτή θα είναι η καλύτερη υπηρεσία που έχουν να προσφέρουν στον τόπο όλοι αυτοί που με διάφορες προφάσεις πολεμούν την επιδιωκόμενη λύση, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι την υποστηρίζουν.
http://mihalismihail.blogspot.com/2009/09/blog-post_14.html
Με τον τίτλο «Αν έλθει σχέδιο, θα είναι χειρότερο από το Ανάν», ο “Φιλελεύθερος” φιλοξένησε την Κυριακή μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη με τον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β’.
Διαβάζοντας κάποιος τη συνέντευξη και έχοντας υπόψη και τον τίτλο, ο προκαθήμενος της Εκκλησίας πέφτει σε νέες αντιφάσεις αλλά καταθέτει και κάποιες θέσεις που διαφοροποιούνται από τις θέσεις που εξέφραζε στο παρελθόν.
Επίσης θα πρέπει να ομολογήσω ότι κάποιες θέσεις του με έχουν εκπλήξει ευχάριστα.
* * *
Δηλώνει απαισιόδοξος για την έκβαση των συνομιλιών επειδή:
«Αλλά μπορεί να υπάρξει λύση χωρίς να μετακινηθούν οι Τούρκοι από αυτά τα τρία ζωτικής σημασίας ζητήματα; Εάν δεν φύγουν τα κατοχικά στρατεύματα και αν δεν απεμπολήσουν αυτό το δικαίωμα της παρέμβασης, που είναι για μας ζωτικής σημασίας, μπορεί να γίνει συμφωνία; Εάν δεν φύγουν οι έποικοι κινδυνεύουμε να τουρκοποιηθούμε. Εάν δεν δώσουν έδαφος να πάει πίσω κάποιος πληθυσμός και την περιουσία του ο καθένας να τη διαχειριστεί όπως θέλει, δεν νομίζω να υπάρξει λύση».
Προσέξτε τη φράση στην οποία δίνω έμφαση. Έχει μετακινηθεί από τη θέση του για επιστροφή ΟΛΩΝ των προσφύγων; Διότι εδώ ξεκάθαρα μιλά για επιστροφή κάποιου αριθμού προσφύγων («κάποιος πληθυσμός»).
Πιο κάτω, σωστά επισημαίνει ότι αν δεν ανταποκριθεί η Άγκυρα, λύση δεν μπορεί να υπάρξει.
Ερωτηθείς για τη στάση του Καρλ Μπιλντ, δηλώνει ότι δεν τον λαμβάνει υπόψη λέγοντας και το γιατί:
«Μήπως αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται ένα είδος διχοτόμησης, το οποίο βεβαίως εμείς δεν δεχόμεθα; Θέλω να πιστεύω ότι ούτε η Τουρκία ούτε η Αγγλία που έχει το πάνω χέρι εδώ, θέλουν τη διχοτόμηση. Και αυτό πρέπει να το καταλάβουμε.
Η Τουρκία θέλει να ελέγξει γεωπολιτικά την Κύπρο, θέλει όλη την Κύπρο και όχι μόνο το βόρειο τμήμα της πατρίδας μας. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και δεν πρέπει να μας φοβίζει η λέξη διχοτόμηση».
Αυτή η δήλωση αν και διαφοροποιεί και πάλι τον αρχιεπίσκοπο από παλαιότερες θέσεις του (αλλά και άλλων), ότι δηλαδή η Τουρκία δεν επιδιώκει διχοτόμηση.
Είμαι σίγουρος ότι αν αυτό το έλεγα εγώ ή κάποιος άλλος που επιδιώκει λύση, θα μας έλεγαν κάποιοι ότι με αυτή τη διαπίστωση εξυπηρετούμε τα σχέδια της Τουρκίας.
Ωστόσο, αν και η διαπίστωση του είναι σωστή – κατά την άποψη μου – εμπεριέχει ένα κίνδυνο που πρέπει να επισημάνω. Πίσω από τις γραμμές (και έχοντας υπόψη διάφορες άλλες τοποθετήσεις του) μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ότι περνά ένα μήνυμα ότι παρά να βρεθεί μια λύση που – κατά την άποψη του – θα βοηθά την Τουρκία να ελέγχει ολόκληρη την Κύπρο, η διχοτόμηση είναι προτιμότερη!
Καλύτερα διχοτομημένη παρά ελεγχόμενη.
Μόνο που δεν λαμβάνει υπόψη του (ή τουλάχιστον δεν μπαίνει στον κόπο να μας εξηγήσει) τι συνέπειες θα έχει η διχοτόμηση.
Και ξεκαθαρίζω εδώ (για να προλάβω και κάποιους «καλοπροαίρετους») ότι σε καμιά περίπτωση δεν λέω ότι η λύση θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στην Τουρκία να ασκεί έλεγχο στην Κύπρο.
Στη συνέχεια – και πάλι πίσω από τις γραμμές – αποκαλύπτει τις πραγματικές του θέσεις λέγοντας ότι η Εκκλησία ουδέποτε αποδέχθηκε τη λύση της Ομοσπονδίας αλλά ο ίδιος – όπως λέει – την αποδέχθηκε επειδή αυτό τον στόχο επιδιώκει όλη η πολιτική ηγεσία.
Μόνο, που εξ’ όσων φαίνεται, δεν είναι ολόκληρη η πολιτική ηγεσία που επιδιώκει τη συγκεκριμένη μορφή λύσης. Και αυτό το αποκρύβει ο αρχιεπίσκοπος.
Προσθέτει όμως και το εξής: «Δεν αποδέχθηκα μια ομοσπονδία με μόνιμες παρεκκλίσεις και δη μόνιμες παρεκκλίσεις από το ευρωπαϊκό κεκτημένο».
Συμπληρώνει ακόμα ότι η Τουρκία δεν επιδιώκει ομοσπονδία αλλά συνομοσπονδία, τονίζοντας παράλληλα την πεποίθηση του ότι η ομοσπονδία δεν θα λειτουργήσει.
Επομένως, αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό του!
Ωστόσο διαπράττει ακόμα ένα λάθος. Επειδή η Τουρκία επιδιώκει το Α ή το Β, θεωρεί ότι στο τέλος αυτό θα γίνει. Και βεβαίως δεν είναι ο μόνος που τα λέει.
Αναιρώντας όσα λέει πιο πάνω πέφτει σε άλλη αντίφαση λέγοντας:
«Είμαι αισιόδοξος και εύχομαι ο Πρόεδρος να πετύχει. Γιατί εάν πετύχει θα είναι υπέρ της Κύπρου και του λαού μας που θα το καταφέρει. Διότι εάν δεν πετύχουμε μια συμφωνία τότε έχουμε πρόβλημα. Ενώ μια καλή και λειτουργική λύση θα μας βγάλει από τα φοβερά αδιέξοδα στα οποία βρισκόμαστε. Συνεπώς εμείς ως Εκκλησία και προσευχόμεθα και ευχόμεθα να βρεθεί μια λύση σωστή για να τερματιστεί η τραγωδία.
Ο αρχιεπίσκοπος νομίζει ότι η μνήμη μας είναι βραχύβια ή ότι το αξίωμα του, του δίνει το δικαίωμα να λέει ότι θέλει.
«Σίγουρα ο Πρόεδρος κάνει ό,τι μπορεί όπως και οι άλλοι Πρόεδροι έκαναν ό,τι μπορούσαν. Δεν εξαρτάται όμως από εμάς. Δεν κάκισα τον Πρόεδρο ότι δεν κάνει καλά τη δουλειά του. Αλλά δεν βλέπω λύση και αυτό εξαρτάται από την άλλη και όχι από τη δική μας πλευρά.
Μα σε ποιους τα λέει αυτά; Να θυμίσουμε την κόντρα στο περσινό συνέδριο των αποδήμων όπου ούτε λίγο ούτε πολύ μας είπε ότι ο πρόεδρος είναι προδότης και προωθεί τις θέσεις των Τούρκων;
Να θυμίσουμε τα όσα είπε εναντίον του προέδρου στη Νίκαια στις 25 του Μάη όταν διερωτάτο αν υπάρχει χώρος στην Αττική για τη δημιουργία της Νέας Κύπρου;
Να θυμίσουμε τον πόλεμο για τα βιβλία ιστορίας (που συνδέονται με το ζήτημα της λύσης), να θυμίσουμε την αντίδραση του στην προσπάθεια του υπουργείου Παιδείας για την καλλιέργεια κουλτούρας συμφιλίωσης;
Ενώ, λοιπόν δηλώνει αισιόδοξος και εύχεται να πετύχει ο πρόεδρος, μας λέει στη συνέχει ότι:
«Πιστεύω όμως ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, εκτός αν αλλάξει η Άγκυρα και τότε θα είμαστε όλοι ευτυχείς. Αν δεν αλλάξει στάση τότε δεν υπάρχουν προϋποθέσεις και εάν έρθει σχέδιο θα είναι χειρότερο από το Ανάν. Και καλύτερα να μην έρθει γιατί τότε και πάλι ο κυπριακός Ελληνισμός θα το απορρίψει. Όμως δεν θα ευχόμουν ο λαός μας να μπει σ’ αυτή τη δίνη ξανά και να απορρίψει άλλο σχέδιο».
* * *
Αυτά, εν ολίγοις, μας είπε και πάλι ο αρχιεπίσκοπος.
Ειλικρινά πιστεύω ότι ο προκαθήμενος και οι ιερωμένοι πρέπει να περιοριστούν στα της Εκκλησίας τους.
Ας ασχοληθούν με τις επιχειρήσεις τους, με το ποίμνιο τους. Ας βοηθήσουν κόσμο που έχει ανάγκη (όπως διατείνονται ότι είναι ο ρόλος τους) και ας αφήσουν την πολιτική.
Ο λαλίστατος σημερινός αρχιεπίσκοπος συνεχώς φάσκει και αντιφάσκει. Και όσο μιλά, τόσο πιο αναξιόπιστος γίνεται και περισσότερο πλήττει το κύρος της Εκκλησίας.
Αν λοιπόν ενδιαφέρεται για το καλό της Εκκλησίας του, καλύτερα είναι να περιορίσει όσο μπορεί τις δηλώσεις του για το εθνικό θέμα.
Διότι το μόνο που καταφέρνει είναι να δημιουργεί προβλήματα στην Εκκλησία.
Θεωρώ ότι θα ήταν πολύ πιο σωστό τόσο ο αρχιεπίσκοπος όσο και μερικοί άλλοι να βρουν το θάρρος και να πούνε ποια είναι η πραγματική τους προτίμηση.
Να μην καλύπτουν τις επιδιώξεις τους πίσω από ωραία λόγια.
Να μη μας λένε συγκαλυμμένα ότι προτιμούν τη διχοτόμηση παρά τη λύση.
Πιστεύω ότι αυτή θα είναι η καλύτερη υπηρεσία που έχουν να προσφέρουν στον τόπο όλοι αυτοί που με διάφορες προφάσεις πολεμούν την επιδιωκόμενη λύση, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι την υποστηρίζουν.
http://mihalismihail.blogspot.com/2009/09/blog-post_14.html
3 Ιανουαρίου 2009
Σχολεία της Εκκλησίας; του Γιώργου Δ. Χριστοδουλίδη
Αν δε συμφωνείς με:
-τους Δασκάλους: σε αφήνουν στάσιμο!
-τους Δικαστές: σε στέλνουν στη φυλακή!
-τους Παπάδες: σε στέλνουν στην κόλαση!
Ανώνυμος
Άρχισε πρόσφατα ένας διάλογος- μονόλογος για την πρόθεση της Εκκλησίας να ιδρύσει σχολεία. Το θέμα το ανακίνησε ο Αρχιεπίσκοπος μας, Χρυσόστομος ο Β’, και ο Μητροπολίτης Πάφου, Γεώργιος. Σε πρόσφατη αναφορά- επιχειρηματολογία για το δικαίωμα για αυτή την ενέργεια χρησιμοποιήθηκε μάλιστα και ο αφορισμός «όνειδος» για όσους αμφισβητούν το δικαίωμα της Εκκλησίας να διαδραματίζει και αυτό το ρόλο.
Το θέμα δεν είναι αν η Εκκλησία έχει τέτοιο δικαίωμα, αλλά κατά πόσο πρέπει να το ασκήσει.
Το ίδιο ισχύει και για τη δυνατότητα να έχει η Εκκλησία το δικαίωμα να διατυπώνει άποψη και για τα εθνικά μας θέματα. Ασφαλώς και έχει τέτοιο δικαίωμα. Το θέμα είναι ο τρόπος με τον οποίο προτίθεται να το ασκεί.
Η Εθναρχική ιδιότητα της Εκκλησίας μας ανήκει πλέον στο παρελθόν. Ο ρόλος του Εθνάρχη, «μιλλέτ πασιή», είναι ένα προνόμιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τους Οθωμανούς που παραχώρησαν στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου. Υπό αυτήν την ιδιότητα, όχι μόνο εκπροσωπούσε τα συμφέροντα και υπερασπιζόταν τα δικαιώματα του υπόδουλου λαού μας, αλλά κατά καιρούς του ανάθεταν και τον ρόλο του φορο-εισπράκτορα, χρησιμοποιώντας τους διοικητικούς μηχανισμούς που διέθετε η Εκκλησία.
Όμως, ο ρόλος αυτός ανήκει στην ιστορία από το 1960 όταν η Κύπρος αναγνωρίσθηκε ως ανεξάρτητο κράτος, απέκτησε τη δική της Κυβέρνηση, και ο Λαός έχει τη δυνατότητα της πολιτικής έκφρασης μέσω των οργανωμένων συνόλων και των κομμάτων.
Ας έρθομε, τώρα, και στο θέμα της παιδείας. Σε όλη την περίοδο που η Κύπρος ήταν υπόδουλη, και ιδιαίτερα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα σχολεία ήσαν είδος «απαγορευμένο». Ένας μορφωμένος λαός ήταν μια πηγή αντίστασης και διεκδίκησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι μόνοι που μπορούσαν εκ της θέσης τους να μαθαίνουν γράμματα ήταν ο κλήρος, για να μπορεί να επιτελεί τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα. Παράλληλα, η μόνη που εκ της θέσης της είχε προστασία στην απόκτηση και διαχείριση περιουσίας ήταν η Εκκλησία. Έτσι, σχολειά μόνο η Εκκλησία μπορούσε να λειτουργήσει και την εθνική αυτή ευθύνη την επιτέλεσε σε πολύ αξιέπαινο βαθμό, ιδρύοντας και επιδοτώντας κοινοτικά σχολεία. Όμως και το ρόλο και την ευθύνη αυτή ανάλαβε το Κράτος αμέσως μετά την εγκαθίδρυσή του, το 1960.
Τα σχολεία και η παιδεία, γενικά, αποτελούν «εθνικό-πολιτικό» θέμα. Είναι μια από τις κύριες ευθύνες και υποχρεώσεις του κράτους προς το λαό. Κάθε ευνομούμενη πολιτεία έχει ευθύνη να σέβεται τα δικαιώματα όλων των πολιτών της, ιδιαίτερα όταν ο λαός της είναι άθροισμα εθνικών και θρησκευτικών κοινοτήτων όπως στην περίπτωση της Κύπρου. Η εκπαιδευτική πολιτική, επομένως, δεν θα πρέπει να διαχωρίζει το λαό αλλά να τον ενώνει καλλιεργώντας την ανοχή στην διαφορετικότητα και το σεβασμό προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε Ομάδας ή υπο- Ομάδας του πληθυσμού. Ιδιαίτερα, τώρα που με έγκριση ολόκληρης της πολιτικής μας ηγεσίας έχομε γίνει μέλος μιας πολύ- πολιτισμικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κρατούσα ρήτρα «ενότητα στη βάση της ισότητας στη διαφορετικότητα» αποτελεί πια δέσμευση όλων μας. Κάθε λαός, κάθε εθνική/ θρησκευτική κοινότητα, έχει το δικαίωμα, και την ευθύνη, να καλλιεργεί τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά που τον διακρίνουν από τους άλλους, αλλά πάντοτε μέσα σε ένα πνεύμα ανοχής και σεβασμού της διαφορετικότητας. Η καλλιέργεια της θρησκευτικής υπεροχής οδηγεί στο φανατισμό και της εθνικής υπεροχής στο σοβινισμό.
Τώρα, τι δεν πάει καλά ώστε η Εκκλησία μας να αισθανθεί την ανάγκη να ιδρύσει δικά της σχολεία; μειωμένη θρησκευτική αγωγή στα κρατικά μας σχολεία; μειωμένη εθνική αγωγή; μειωμένη πειθαρχία; άκρατος διεθνισμός;
Τι προτίθεται να θεραπεύσει η Εκκλησία με την ίδρυση των δικών της σχολείων σε απαξίωση των κρατικών; θα δέχεται μόνο Ελληνόπουλα, ή θα δέχεται και τα παιδιά των νομίμων μεταναστών, έστω και αν ανήκουν σε άλλο θρησκευτικό δόγμα; σε ποιους εκπαιδευτικούς τομείς θα δίνει ιδιαίτερη έμφαση; στην «πειθαρχία», στο «ήθος», στη «στολή», στη «μελέτη», στη «θρησκευτική αγωγή», στα «Ελληνοχριστιανικά Ιδεώδη»; θα είναι «Σχολή Ελλήνων Χριστιανών»;
Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν τις απόψεις τους οι Ιεράρχες μας που προωθούν αυτήν την πρωτοβουλία Να μας πουν πού πάσχει η Κρατική μας Παιδεία, και γιατί δεν μπορεί να βελτιωθεί. Μόνο τότε θα ήταν, ενδεχομένως, ανάγκη να αναλάβει μια τέτοια σωτήρια αποστολή η Εκκλησία μας, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να παρεξηγηθεί ότι μας οδηγεί σε αναχρονισμούς και ότι επιμένει να διεκδικεί ρόλους εκεί που άλλες χώρες βρήκαν ότι επιβάλλεται διαχωρισμός των εξουσιών και των ευθυνών του Κράτους από την Εκκλησία.
Είναι, επομένως, ανάγκη για ένα δημόσιο και δημοκρατικό διάλογο, χωρίς μονολόγους «από άμβωνος», και χωρίς επιχειρήματα με «χαρακτηρισμούς».
Γιώργος Δ. Χριστοδουλίδης
Εκπαιδευτικός
-τους Δασκάλους: σε αφήνουν στάσιμο!
-τους Δικαστές: σε στέλνουν στη φυλακή!
-τους Παπάδες: σε στέλνουν στην κόλαση!
Ανώνυμος
Άρχισε πρόσφατα ένας διάλογος- μονόλογος για την πρόθεση της Εκκλησίας να ιδρύσει σχολεία. Το θέμα το ανακίνησε ο Αρχιεπίσκοπος μας, Χρυσόστομος ο Β’, και ο Μητροπολίτης Πάφου, Γεώργιος. Σε πρόσφατη αναφορά- επιχειρηματολογία για το δικαίωμα για αυτή την ενέργεια χρησιμοποιήθηκε μάλιστα και ο αφορισμός «όνειδος» για όσους αμφισβητούν το δικαίωμα της Εκκλησίας να διαδραματίζει και αυτό το ρόλο.
Το θέμα δεν είναι αν η Εκκλησία έχει τέτοιο δικαίωμα, αλλά κατά πόσο πρέπει να το ασκήσει.
Το ίδιο ισχύει και για τη δυνατότητα να έχει η Εκκλησία το δικαίωμα να διατυπώνει άποψη και για τα εθνικά μας θέματα. Ασφαλώς και έχει τέτοιο δικαίωμα. Το θέμα είναι ο τρόπος με τον οποίο προτίθεται να το ασκεί.
Η Εθναρχική ιδιότητα της Εκκλησίας μας ανήκει πλέον στο παρελθόν. Ο ρόλος του Εθνάρχη, «μιλλέτ πασιή», είναι ένα προνόμιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τους Οθωμανούς που παραχώρησαν στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου. Υπό αυτήν την ιδιότητα, όχι μόνο εκπροσωπούσε τα συμφέροντα και υπερασπιζόταν τα δικαιώματα του υπόδουλου λαού μας, αλλά κατά καιρούς του ανάθεταν και τον ρόλο του φορο-εισπράκτορα, χρησιμοποιώντας τους διοικητικούς μηχανισμούς που διέθετε η Εκκλησία.
Όμως, ο ρόλος αυτός ανήκει στην ιστορία από το 1960 όταν η Κύπρος αναγνωρίσθηκε ως ανεξάρτητο κράτος, απέκτησε τη δική της Κυβέρνηση, και ο Λαός έχει τη δυνατότητα της πολιτικής έκφρασης μέσω των οργανωμένων συνόλων και των κομμάτων.
Ας έρθομε, τώρα, και στο θέμα της παιδείας. Σε όλη την περίοδο που η Κύπρος ήταν υπόδουλη, και ιδιαίτερα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα σχολεία ήσαν είδος «απαγορευμένο». Ένας μορφωμένος λαός ήταν μια πηγή αντίστασης και διεκδίκησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι μόνοι που μπορούσαν εκ της θέσης τους να μαθαίνουν γράμματα ήταν ο κλήρος, για να μπορεί να επιτελεί τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα. Παράλληλα, η μόνη που εκ της θέσης της είχε προστασία στην απόκτηση και διαχείριση περιουσίας ήταν η Εκκλησία. Έτσι, σχολειά μόνο η Εκκλησία μπορούσε να λειτουργήσει και την εθνική αυτή ευθύνη την επιτέλεσε σε πολύ αξιέπαινο βαθμό, ιδρύοντας και επιδοτώντας κοινοτικά σχολεία. Όμως και το ρόλο και την ευθύνη αυτή ανάλαβε το Κράτος αμέσως μετά την εγκαθίδρυσή του, το 1960.
Τα σχολεία και η παιδεία, γενικά, αποτελούν «εθνικό-πολιτικό» θέμα. Είναι μια από τις κύριες ευθύνες και υποχρεώσεις του κράτους προς το λαό. Κάθε ευνομούμενη πολιτεία έχει ευθύνη να σέβεται τα δικαιώματα όλων των πολιτών της, ιδιαίτερα όταν ο λαός της είναι άθροισμα εθνικών και θρησκευτικών κοινοτήτων όπως στην περίπτωση της Κύπρου. Η εκπαιδευτική πολιτική, επομένως, δεν θα πρέπει να διαχωρίζει το λαό αλλά να τον ενώνει καλλιεργώντας την ανοχή στην διαφορετικότητα και το σεβασμό προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε Ομάδας ή υπο- Ομάδας του πληθυσμού. Ιδιαίτερα, τώρα που με έγκριση ολόκληρης της πολιτικής μας ηγεσίας έχομε γίνει μέλος μιας πολύ- πολιτισμικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κρατούσα ρήτρα «ενότητα στη βάση της ισότητας στη διαφορετικότητα» αποτελεί πια δέσμευση όλων μας. Κάθε λαός, κάθε εθνική/ θρησκευτική κοινότητα, έχει το δικαίωμα, και την ευθύνη, να καλλιεργεί τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά που τον διακρίνουν από τους άλλους, αλλά πάντοτε μέσα σε ένα πνεύμα ανοχής και σεβασμού της διαφορετικότητας. Η καλλιέργεια της θρησκευτικής υπεροχής οδηγεί στο φανατισμό και της εθνικής υπεροχής στο σοβινισμό.
Τώρα, τι δεν πάει καλά ώστε η Εκκλησία μας να αισθανθεί την ανάγκη να ιδρύσει δικά της σχολεία; μειωμένη θρησκευτική αγωγή στα κρατικά μας σχολεία; μειωμένη εθνική αγωγή; μειωμένη πειθαρχία; άκρατος διεθνισμός;
Τι προτίθεται να θεραπεύσει η Εκκλησία με την ίδρυση των δικών της σχολείων σε απαξίωση των κρατικών; θα δέχεται μόνο Ελληνόπουλα, ή θα δέχεται και τα παιδιά των νομίμων μεταναστών, έστω και αν ανήκουν σε άλλο θρησκευτικό δόγμα; σε ποιους εκπαιδευτικούς τομείς θα δίνει ιδιαίτερη έμφαση; στην «πειθαρχία», στο «ήθος», στη «στολή», στη «μελέτη», στη «θρησκευτική αγωγή», στα «Ελληνοχριστιανικά Ιδεώδη»; θα είναι «Σχολή Ελλήνων Χριστιανών»;
Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν τις απόψεις τους οι Ιεράρχες μας που προωθούν αυτήν την πρωτοβουλία Να μας πουν πού πάσχει η Κρατική μας Παιδεία, και γιατί δεν μπορεί να βελτιωθεί. Μόνο τότε θα ήταν, ενδεχομένως, ανάγκη να αναλάβει μια τέτοια σωτήρια αποστολή η Εκκλησία μας, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να παρεξηγηθεί ότι μας οδηγεί σε αναχρονισμούς και ότι επιμένει να διεκδικεί ρόλους εκεί που άλλες χώρες βρήκαν ότι επιβάλλεται διαχωρισμός των εξουσιών και των ευθυνών του Κράτους από την Εκκλησία.
Είναι, επομένως, ανάγκη για ένα δημόσιο και δημοκρατικό διάλογο, χωρίς μονολόγους «από άμβωνος», και χωρίς επιχειρήματα με «χαρακτηρισμούς».
Γιώργος Δ. Χριστοδουλίδης
Εκπαιδευτικός
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)