3 Ιανουαρίου 2009

Σχολεία της Εκκλησίας; του Γιώργου Δ. Χριστοδουλίδη

Αν δε συμφωνείς με:
-τους Δασκάλους: σε αφήνουν στάσιμο!
-τους Δικαστές: σε στέλνουν στη φυλακή!
-τους Παπάδες: σε στέλνουν στην κόλαση!
Ανώνυμος


Άρχισε πρόσφατα ένας διάλογος- μονόλογος για την πρόθεση της Εκκλησίας να ιδρύσει σχολεία. Το θέμα το ανακίνησε ο Αρχιεπίσκοπος μας, Χρυσόστομος ο Β’, και ο Μητροπολίτης Πάφου, Γεώργιος. Σε πρόσφατη αναφορά- επιχειρηματολογία για το δικαίωμα για αυτή την ενέργεια χρησιμοποιήθηκε μάλιστα και ο αφορισμός «όνειδος» για όσους αμφισβητούν το δικαίωμα της Εκκλησίας να διαδραματίζει και αυτό το ρόλο.

Το θέμα δεν είναι αν η Εκκλησία έχει τέτοιο δικαίωμα, αλλά κατά πόσο πρέπει να το ασκήσει.
Το ίδιο ισχύει και για τη δυνατότητα να έχει η Εκκλησία το δικαίωμα να διατυπώνει άποψη και για τα εθνικά μας θέματα. Ασφαλώς και έχει τέτοιο δικαίωμα. Το θέμα είναι ο τρόπος με τον οποίο προτίθεται να το ασκεί.

Η Εθναρχική ιδιότητα της Εκκλησίας μας ανήκει πλέον στο παρελθόν. Ο ρόλος του Εθνάρχη, «μιλλέτ πασιή», είναι ένα προνόμιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τους Οθωμανούς που παραχώρησαν στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου. Υπό αυτήν την ιδιότητα, όχι μόνο εκπροσωπούσε τα συμφέροντα και υπερασπιζόταν τα δικαιώματα του υπόδουλου λαού μας, αλλά κατά καιρούς του ανάθεταν και τον ρόλο του φορο-εισπράκτορα, χρησιμοποιώντας τους διοικητικούς μηχανισμούς που διέθετε η Εκκλησία.

Όμως, ο ρόλος αυτός ανήκει στην ιστορία από το 1960 όταν η Κύπρος αναγνωρίσθηκε ως ανεξάρτητο κράτος, απέκτησε τη δική της Κυβέρνηση, και ο Λαός έχει τη δυνατότητα της πολιτικής έκφρασης μέσω των οργανωμένων συνόλων και των κομμάτων.

Ας έρθομε, τώρα, και στο θέμα της παιδείας. Σε όλη την περίοδο που η Κύπρος ήταν υπόδουλη, και ιδιαίτερα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα σχολεία ήσαν είδος «απαγορευμένο». Ένας μορφωμένος λαός ήταν μια πηγή αντίστασης και διεκδίκησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι μόνοι που μπορούσαν εκ της θέσης τους να μαθαίνουν γράμματα ήταν ο κλήρος, για να μπορεί να επιτελεί τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα. Παράλληλα, η μόνη που εκ της θέσης της είχε προστασία στην απόκτηση και διαχείριση περιουσίας ήταν η Εκκλησία. Έτσι, σχολειά μόνο η Εκκλησία μπορούσε να λειτουργήσει και την εθνική αυτή ευθύνη την επιτέλεσε σε πολύ αξιέπαινο βαθμό, ιδρύοντας και επιδοτώντας κοινοτικά σχολεία. Όμως και το ρόλο και την ευθύνη αυτή ανάλαβε το Κράτος αμέσως μετά την εγκαθίδρυσή του, το 1960.

Τα σχολεία και η παιδεία, γενικά, αποτελούν «εθνικό-πολιτικό» θέμα. Είναι μια από τις κύριες ευθύνες και υποχρεώσεις του κράτους προς το λαό. Κάθε ευνομούμενη πολιτεία έχει ευθύνη να σέβεται τα δικαιώματα όλων των πολιτών της, ιδιαίτερα όταν ο λαός της είναι άθροισμα εθνικών και θρησκευτικών κοινοτήτων όπως στην περίπτωση της Κύπρου. Η εκπαιδευτική πολιτική, επομένως, δεν θα πρέπει να διαχωρίζει το λαό αλλά να τον ενώνει καλλιεργώντας την ανοχή στην διαφορετικότητα και το σεβασμό προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε Ομάδας ή υπο- Ομάδας του πληθυσμού. Ιδιαίτερα, τώρα που με έγκριση ολόκληρης της πολιτικής μας ηγεσίας έχομε γίνει μέλος μιας πολύ- πολιτισμικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κρατούσα ρήτρα «ενότητα στη βάση της ισότητας στη διαφορετικότητα» αποτελεί πια δέσμευση όλων μας. Κάθε λαός, κάθε εθνική/ θρησκευτική κοινότητα, έχει το δικαίωμα, και την ευθύνη, να καλλιεργεί τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά που τον διακρίνουν από τους άλλους, αλλά πάντοτε μέσα σε ένα πνεύμα ανοχής και σεβασμού της διαφορετικότητας. Η καλλιέργεια της θρησκευτικής υπεροχής οδηγεί στο φανατισμό και της εθνικής υπεροχής στο σοβινισμό.

Τώρα, τι δεν πάει καλά ώστε η Εκκλησία μας να αισθανθεί την ανάγκη να ιδρύσει δικά της σχολεία; μειωμένη θρησκευτική αγωγή στα κρατικά μας σχολεία; μειωμένη εθνική αγωγή; μειωμένη πειθαρχία; άκρατος διεθνισμός;

Τι προτίθεται να θεραπεύσει η Εκκλησία με την ίδρυση των δικών της σχολείων σε απαξίωση των κρατικών; θα δέχεται μόνο Ελληνόπουλα, ή θα δέχεται και τα παιδιά των νομίμων μεταναστών, έστω και αν ανήκουν σε άλλο θρησκευτικό δόγμα; σε ποιους εκπαιδευτικούς τομείς θα δίνει ιδιαίτερη έμφαση; στην «πειθαρχία», στο «ήθος», στη «στολή», στη «μελέτη», στη «θρησκευτική αγωγή», στα «Ελληνοχριστιανικά Ιδεώδη»; θα είναι «Σχολή Ελλήνων Χριστιανών»;

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν τις απόψεις τους οι Ιεράρχες μας που προωθούν αυτήν την πρωτοβουλία Να μας πουν πού πάσχει η Κρατική μας Παιδεία, και γιατί δεν μπορεί να βελτιωθεί. Μόνο τότε θα ήταν, ενδεχομένως, ανάγκη να αναλάβει μια τέτοια σωτήρια αποστολή η Εκκλησία μας, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να παρεξηγηθεί ότι μας οδηγεί σε αναχρονισμούς και ότι επιμένει να διεκδικεί ρόλους εκεί που άλλες χώρες βρήκαν ότι επιβάλλεται διαχωρισμός των εξουσιών και των ευθυνών του Κράτους από την Εκκλησία.

Είναι, επομένως, ανάγκη για ένα δημόσιο και δημοκρατικό διάλογο, χωρίς μονολόγους «από άμβωνος», και χωρίς επιχειρήματα με «χαρακτηρισμούς».

Γιώργος Δ. Χριστοδουλίδης
Εκπαιδευτικός